- δογματικός
- -ή, -ό (AM δογματικός, -ή, -όν) [δόγμα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά κ.λπ.)2. (φιλοσ.) αυτός που υποστηρίζει τη βεβαιότητα τής γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι»)νεοελλ.1. εκείνος τού οποίου η διδασκαλία στηρίζεται σε δόγμα («δογματική διδασκαλία»)2. αυτός που δεν δέχεται αντίρρηση, που αποφαίνεται αξιωματικά («δογματικό ύφος»)3. το θηλ. ως ουσ. η δογματικήο κλάδος τής θεολογίας που εξετάζει συστηματικά τη θεωρητική διδασκαλία για τη χριστιανική πίστη, δηλ. την ουσία, τις ιδιότητες και το τριαδικόν τού θεού καθώς επίσης τις σχέσεις και τις ενέργειες τού θεού προς τον κόσμο και προς τον άνθρωποαρχ.1. αυτός που αναφέρεται σε «γνώμες», διδακτικός2. «δογματικός ιατρός» — αυτός που διδάσκει ή ενεργεί σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές (αντίθετα προς τον εμπειρικό, πρακτικό γιατρό)3. εκκλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ δογματικόνεκκλησιαστικός ύμνος που αναφέρεται στο δόγμα τής Αγ. Τριάδας, τής ασπόρου συλλήψεως κ.λπ. («δογματικὸ τῆς Θεοτόκου»).
Dictionary of Greek. 2013.